τομή

τομή
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική, η οποία στηρίζεται στην εναλλαγή από μακρές και βραχείες συλλαβές (ποσοτική), ονομάζεται τελική τ. αυτή που χωρίζει μεταξύ τους δύο στίχους που αποτελούν μέρος ενός μετρικού συστήματος, δηλαδή ενός σύνολου αρκετών μετρικών μελών, που μπορούν να θεωρηθούν και ως ένας μοναδικός μακρός στίχος· ονομάζεται μεσαία τ. η τ. που γίνεται μέσα σε ένα στίχο. Αυτή πραγματοποιείται στο τέλος μιας λέξης και μέσα σε έναν πόδα (όταν ταυτίζεται με το τέλος ενός πόδα, παίρνει την ιδιαίτερη ονομασία διαίρεση)· διακρίνονται ποικίλοι τύποι μεσαίων τ. ανάλογα με τη θέση τους μέσα στον στίχο (πενθημιμερής, εφθημιμερής, κατά τρίτον τροχαίον κλπ.). Αναλογικά χρησιμοποιείται ο όρος τ. και στην τονική μετρική (δηλαδή σε αυτήν που στηρίζεται στην εναλλαγή τονιζόμενων και άτονων συλλαβών) στις περισσότερες από τις νεότερες γλώσσες. Στην περίπτωση αυτή η τ. μπορεί να έχει σταθερή θέση, όπως στον παραδοσιακό αλεξανδρινό στίχο της γαλλικής ποίησης (αργότερα, τον 19o αι., η σταθερή αυτή τ. καταργήθηκε) ή μεταβλητή. (Μαθημ.). Τα κοινά σημεία συνάντησης γραμμών, σχημάτων επιφανειών ή σωμάτων με ευθείες, επιφάνειες ή σχήματα στο επίπεδο ή στον χώρο. Τ. ενός επίπεδου σχήματος από μία ευθεία είναι το σύνολο των σημείων του σχήματος που βρίσκονται στην ευθεία· τ. δύο επιπέδων είναι μία ευθεία· τ. ενός σχήματος του χώρου από ένα επίπεδο είναι το σύνολο των σημείων του σχήματος που ανήκουν και στο επίπεδο. Η έννοια της τ. είναι διαφορετική από τις έννοιες της συμβολής ή της επαφής. Η τ., π.χ., ενός κώνου από ένα επίπεδο, που δεν διέρχεται από την κορυφή του, μπορεί να είναι έλλειψη, παραβολή ή υπερβολή ανάλογα με τη γωνία κάτω από την οποία το επίπεδο τέμνει τον άξονα του κώνου· η τ. σφαίρας από επίπεδο είναι πάντοτε κύκλος. Εγκάρσια ή κάθετη τ. ενός στερεού, που έχει άξονα συμμετρίας, είναι η επιφάνειά του που ορίζεται από ένα επίπεδο κάθετο στον άξονα συμμετρίας.
* * *
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τομά Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τέμνω, τμήση, αποκοπή, κόψιμο, εγκοπή, εντομή
2. (μετρ.) η κατά την απαγγελία διαίρεση στίχου σε δύο ή τρία συνήθως, μέρη, με σκοπό τη διευκόλυνση τής αναπνοής τού αφηγητή, καθώς και το σημείο στο οποίο γίνεται η διαίρεση αυτή (α. «τομή κατά τρίτον τροχαίον» — η μετά την πρώτη βραχεία συλλαβή τού τρίτου δακτύλου τομή
β. «πενθημιμερής τομή» — η μετά την πρώτη συλλαβή τού τρίτου ποδός τομή, δηλαδή μετά από πέντε μισούς πόδες
γ. «εφθημιμερής τομή» — η μετά τη θέση τού τέταρτου ποδός τομή, δηλαδή η μετά από επτά μισούς πόδες
δ. «βουκολική τομή» — η στο τέλος τού τέταρτου ποδός τομή)
3. ιατρ. (στη χειρουργική) διαίρεση τών ιστών τού σώματος με τα κατάλληλα εργαλεία (α. «καισαρική τομή» β. «τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κεκλιμένη ή κατακόρυφη επιφάνεια που αποκαλύπτεται είτε φυσικά είτε τεχνητά διά μέσου ενός τμήματος τού στερεού φλοιού τής Γης
2. μαθημ. α) τόπος όπου συναντώνται γραμμές, επιφάνειες ή στερεά
β) μέθοδος ορισμού ενός πραγματικού αριθμού
γ) κοινό μέρος δύο συνόλων Α και Β η οποία συμβολίζεται Α∩Β
3. φρ. α) «γεωλογική τομή»
γεωλ. νοητή κατακόρυφη τομή στην επιφάνεια τής Γης, στην οποία απεικονίζεται η κατά βάθος διάταξη τών διαφόρων γεωλογικών σχηματισμών
β) «βαθιά τομή»
μτφ. i) επισταμένη και πρωτοποριακή ανάλυση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης
ii) αποφασιστική παρέμβαση σε έναν τομέα με παραμερισμό ή απάλειψη τών πεπαλαιωμένων ή αρνητικών στοιχείων και προώθηση τών νέων και θετικών
γ) «λεπτή τομή»
(ορυκτ.-πετρογρ.) τεμαχίδιο ορυκτού ή πετρώματος, το οποίο, αφού υποστεί ειδική κατεργασία, χρησιμοποιείται για τη μελέτη τών οπτικών ιδιοτήτων τού δείγματος στο πετρογραφικό μικροσκόπιο
δ) «σεισμική τομή»
(γεωφ.) ο συνδυασμός τών στοιχείων που λαμβάνονται από όργανα αναγραφής σεισμικών κυμάτων, τα οποία είναι διατεταγμένα σε ευθεία σχεδόν γραμμή μακριά από μια πηγή ενέργειας
ε) «στρωματογραφική τομή»
γεωλ. βλ. στρωματογραφικός
στ) «συνεχής τομή»
(γεωφ.) σεισμική μέθοδος χαρτογράφησης που χρησιμοποιεί μια σειρά θέσεων υπόγειων εκρήξεων και τις μετρήσεις τών ωστικών κυμάτων από αυτές για τη σχεδίαση, σε έναν συνεχή χάρτη, μιας σειράς τομών τών επιφανειακών ή υποεπιφανειακών γεωλογικών στρωμάτων μιας μεγάλης περιοχής
ζ) «τυπική τομή»
γεωλ. η ακολουθία τών ιζηματογενών στρωμάτων που λειτουργεί ως πρότυπο για πετρώματα δεδομένης ηλικίας
η) «χρυσή τομή»
i) μαθημ. η διαίρεση ευθύγραμμου τμήματος σε μέσο και άκρο λόγο, η οποία θεωρήθηκε ως η πιο αρμονική διαίρεση ενός τμήματος σε δύο άνισα μέρη
ii) μτφ. η σωστή αντιμετώπιση ενός θέματος που συνίσταται στην εύρεση μέσης λύσης
μσν.
οξύτητα, αιχμηρότητα
αρχ.
1. το σημείο από το οποίο έχει αποκοπεί κάτι, καθώς και το τμήμα που έχει αποκοπεί
2. κορμός δένδρου μετά το κόψιμο τών κλαδιών του
3. η μεταξύ τού σώματος και τής κεφαλής εντομή ή εγκοπή τών εντόμων
4. κλάδευμα
5. ευνουχισμός, εκτομή
6. διαχωρισμός («τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν αυτοῡ περὶ τὸ σῶμα», Πλάτ.)
7. (για αριθμό) διαίρεση
8. λογική διαίρεση («εἴ τινα τομὴν ἔτι ἔχομεν ὑπείκουσαν ἐν τούτῳ», Πλάτ.)
9. αιχμή, κοφτερό άκρο («τομὴ σιδήρου», Αρρ.)
10. μτφ. α) χωρισμός («τῆς πόλεως δεδεγμένης τομήν», Πλούτ.)
β) (για έκφραση) συντομία, ακρίβεια, περιεκτικότητα
11. φρ. α) «τομὴ δοκοῡ [ή καλάμου]» — το άκρο δοκού [ή καλάμου] (Θουκ.)
β) «ταύρου τομή»
πιθ. προτομή ταύρου (Άρατ.)
γ) «χρονικαὶ τομαί» — χρονικές διακρίσεις, χρονικές υποδιαιρέσεις (Απόλλ. Δύσκ.)
δ) «αἱ τομαὶ τῆς γῆς» — οι διώρυγες (Λιβάν.)
ε) «σκυτῶν τομή» — η κοπή δέρματος κατά ορισμένο σχήμα (Πλάτ.)
στ) «ἡ εἰς ἄπειρον τομή» — η στο άπειρο διαιρετότητα (Επίκ.)
ζ) «τὰ περὶ τὴν τομὴν» — τα θεωρήματα τού άκρου και μέσου λόγου (Πρόκλ.)
η) «τομαὶ ἀντικείμεναι»
(για κώνο) οι απέναντι τομές (Απολλ. Περγ.)
θ) «τομή πράγματος» — απόφαση
ι) «Περὶ διωρισμένης τομῆς» — τίτλος διατριβής τού Απολλωνίου τού Περγαίου, η οποία έχει χαθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- τής ρίζας του ρ. τέμνω (βλ. λ. τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) τομός cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τομῇ — τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τομάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομῆ — Τομεύς one that cuts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομῆ — τομεύς one that cuts masc nom/voc/acc dual τομεύς one that cuts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομῇ — Τομῆι , Τομεύς one that cuts masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καισαρική τομή — Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και… …   Dictionary of Greek

  • κωνική τομή — Βλ. λ. κώνος (κωνική τομή) …   Dictionary of Greek

  • χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… …   Dictionary of Greek

  • τομῆι — τομῇ , τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”